- παραγκώνιση
- ηη πράξη του να παραγκωνίζει κανείς τους άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραγκώνιση — η η ενέργεια τού παραγκωνίζω, παραγκωνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγκωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Έλληνες — Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
υποσκελισμός — ο 1. η τρικλοποδιά. 2. μτφ., ο παραγκωνισμός, η παραγκώνιση με πλάγια μέσα: Με υποσκελισμό άλλων συναδέλφων του πήρε την προαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)